-
1 ερωεω
I[ἐρωή I] стремительно течь, с силой вытекать(αἷμα ἐρωήσει περὴ δουρί Hom.)
II[ἐρωή II]1) уходить, отступатьἐρωῆσαι πολέμοιο или χάρμης Hom. — бежать (уклониться) от боя
2) оставлять, прекращать(ἐ. καμάτοιο HH.)
τὸ μὲν οὔποτ΄ ἐρωεῖ Hom. — это никогда не прекращается3) (тж. ἐ. ὀπίσσω Hom.) оставаться (на месте), отставатьἴθι νῦν κατὰ λαὸν Ἀχαιῶν μηδ΄ ἔτ΄ ἐρώει Hom. — отправляйся в стан ахейцев, да не медли
4) отгонять, отражать(τινα ἀπὸ νηῶν Hom.)
5) оставлять, покидать(τινα Theocr.)
См. также в других словарях:
επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… … Dictionary of Greek